- κακομοιριάζω
- (Μ κακομοιριάζω) [κακόμοιρος]1. (μτβ.) κάνω κάποιον δυστυχισμένο, άθλιο2. (αμτβ.) γίνομαι κακομοίρης, δυστυχισμένος3. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακομοιριασμένος, -η, -οκακότυχος, κακομοίρης4. μέσ. κακομοιριάζομαιγίνομαι κακομοίρης, δυστυχισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.